απολογιάζω

απολογιάζω
(I)
(Μ ἀπολογιάζω) [απολογία]
1. κατευοδώνω
2. απολύω, διώχνω
3. αποκρούω, απωθώ
μσν.
1. κάνω έξωση
2. εκδιώκω, εξορίζω.
————————
(II)
[από + λογιάζω]
σκέφτομαι οριστικά κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”